- πρόεδρος
- πρόεδροςone who sits in the first placemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ … Dictionary of Greek
πρόεδρος — ο 1. προϊστάμενος συνεδρίας ή εργασιών οργανωμένης ομάδας ανθρώπων: Πρόεδρος του δικαστηρίου της Βουλής. 2. ανώτατος άρχοντας πολιτείας, κοινότητας κτλ.: Πρόεδρος της δημοκρατίας. – Πρόεδρος της κοινότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προέδροις — πρόεδρος one who sits in the first place masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέδρου — πρόεδρος one who sits in the first place masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέδρους — πρόεδρος one who sits in the first place masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέδρων — πρόεδρος one who sits in the first place masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέδρως — πρόεδρος one who sits in the first place masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέδρῳ — πρόεδρος one who sits in the first place masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόεδρε — πρόεδρος one who sits in the first place masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόεδροι — πρόεδρος one who sits in the first place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)